Τα „καταραμένα“
μνημόνιa:
Χωρίς να θέλω να υποτιμήσω τις οικονομικές γνώσεις πολλών
συναδέλφων καθηγητών οικονομολόγων, των
Ελλήνων πολιτικών σχεδόν στο σύνολό τους, αρκετών ειδικών δημοσιογράφων
και άλλων πολλών επωνύμων και ανωνύμων, όταν λέγω, ότι δεν τους καταλαβαίνω
στις αρνητικές θέσεις που παίρνουν σχετικά με τη σημασία και τους σκοπούς των
μνημονίων στην Ελλάδα.
Στην αρχή θέλω να διευκρινίσω και να τονίσω, ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι
η αναγκαιότητα των μνημονίων προέκυψε από το γεγονός, ότι όλες οι ελληνικές
Κυβερνήσεις από το 1975 μέχρι σήμερα ανέβασαν - εξ ‘ αιτίας των συνεχών
ελλειμμάτων στους κρατικούς προϋπολογισμούς
- το δημόσιο χρέος από περίπου 12% του ΑΕΠ το 1981 στο 160% το 2010.
Γι ‘ αυτό από το 2010, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις
αδυνατούν να δανειστούν πλέον με λογικά και υποφερτά επιτόκια από τις διεθνείς αγορές
για τη χρηματοδότηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και για την
αναχρηματοδότηση του χρέους.
Αυτή η ενδογενή αρνητική για την Ελλάδα και για τους
Έλληνες γενικότερα εξέλιξη ανάγκασε την τότε Κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου –
ομολογουμένως απρογραμμάτιστα και βεβιασμένα - να προσφύγει στο Διεθνές
Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και στην Ευρωζώνη και
να ζητήσει οικονομική βοήθεια με επιτόκιο όμως πολύ χαμηλότερο από αυτό των
διεθνών αγορών.
Αυτοί λοιπόν οι αποκλειστικά πλέον δημόσιοι δανειστές, η λεγόμενη Τρόικα,
προσφέρθηκαν μεν να βοηθήσουν, αλλά επέβαλαν τους όρους τους και τις απαιτήσεις
τους, επιδιώκοντας να εξασφαλίσουν τα δάνειά τους, με τα λεγόμενα
μνημόνια.
Τα περιβόητα αυτά για πολλούς „καταραμένα“ μνημόνια δεν
είναι τίποτε περισσότερο, αλλά και τίποτε λιγότερο, από κοινωνικοοικονομικά
σχέδια (προγράμματα) βραχυπρόθεσμης, μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης μακροοικονομικής
πολιτικής, που στοχεύει πρώτον στη δημοσιονομική προσαρμογή και εξυγίανση της
ελληνικής οικονομίας και δεύτερον πολύ περισσότερο σε μία ριζική διαρθρωτική
αλλαγή των μέχρι τώρα σαθρών θεσμών και δομών της ελληνικής δημόσιας διοίκησης
και της ελληνικής πολιτείας γενικότερα.
Αυτή η πράγματι επώδυνη πολιτική είχε και έχει σαν απώτερο σκοπό της όχι
μόνον την αναθέρμανση, αλλά και με την απαιτούμενη διαρθρωτική πολιτική την
στύλωση και εδραίωση της ελληνικής οικονομίας σε μακροπρόθεσμες υγιείς
αναπτυξιακές οικονομικές βάσεις.
Οι εκπονειτές και συγγραφείς βέβαια των οικονομικών αυτών
σχεδίων (δηλαδή η Τρόικα, οι δανειστές), - που αντί αυτών θα μπορούσαν κάλλιστα
να είναι Έλληνες ειδικοί εμπειρογνώμονες των ελληνικών κυβερνήσεων - δεν είναι όπως
ήδη ανάφερα ανιδιοτελείς για αυτή την προσφορά τους, αλλά αναμένουν από την
υλοποίηση των σχεδίων (μνημονίων) αυτών, η Ελλάδα (η ελληνική Οικονομία) να
είναι στο απώτερο μέλλον οικονομικά ικανή να ανταποκριθεί στις δανειακές της
υποχρεώσεις, δηλαδή στην εξυπηρέτηση του χρέους της πληρώνοντας τα συμφωνηθέντα
τοκοχρεολύσια.
Άρα από μία συνεπή και επιτυχημένη υλοποίηση των
μνημονίων, ελπίζεται και αναμένεται να ωφεληθούν μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα
και οι δύο πλευρές.
Η Ελλάδα, διότι θα αποκτήσει βαθμιαία υγιή οικονομική
ανάπτυξη με παραγωγικές θέσεις εργασίας, με ανταγωνιστικότητα και με πρωτογενή
πλεονάσματα στους εθνικούς προϋπολογισμούς της.
Και η Τρόικα, δηλαδή οι δανειστές, διότι η Ελλάδα θα
μπορεί να ανταποκρίνεται στις πληρωμές των συμφωνηθέντων τοκοχρεολυσίων.
Και εδώ υπονοούν σχεδόν όλοι οι αντιπολιτευόμενοι την
πολιτική των μνημονίων, ότι για να υλοποιηθούν οι στόχοι αυτοί, οι οποίοι λίγο
ή πολύ θεωρούνται από όλους αναγκαίοι, υπάρχουν, όπως ισχυρίζονται
αποτελεσματικότεροι και λιγότερο για τους Έλληνες επώδυνοι οικονομικοκοινωνικοί
δρόμοι σε αντίθεση με αυτούς που εφαρμόζονται βάσει των μνημονίων.
Δεν νομίζω ότι θα είχαν οι δανειστές (η Τρόικα) κάποια
αντίρρηση, αν αυτό ήταν πράγματι εφικτό, δηλαδή η Ελλάδα είχε και μπορούσε να
εφαρμόσει κάποια άλλη λιγότερο επώδυνη μακροοικονομική πολιτική. Θα ήθελα να
υπενθυμίσω και να τονίσω, ότι η οικονομική ανάπτυξη σε μία οικονομία
πραγματοποιείται με επενδύσεις που αυξάνουν την απασχόληση, την παραγωγή, την
κατανάλωση και την εξαγωγή εγχώριων προϊόντων. Η χρηματοδότηση των επενδύσεων
μπορεί να γίνει ποικιλοτρόπως, ανάλογα με τις περιστάσεις και τις οικονομικές δυνατότητες
της κάθε Χώρας.
Ένας τρόπος, και αν θέλετε ο οικονομικά κλασσικός, είναι, αν η
χρηματοδότηση γίνει από τρέχουσες ή και από υπάρχουσες αποταμιεύσεις. Αν αυτές όμως
δεν υπάρχουν ή δεν είναι επαρκείς, τότε αυτό μπορεί να γίνει δια μέσου του εξωτερικού
δανεισμού, ή δια μέσου εκτυπώσεως χρήματος από την Κεντρική Τράπεζα, ή τέλος
αποταμιεύοντας περισσότερο στο παρών και μειώνοντας έτσι την τρέχουσα
κατανάλωση.
Για δε τη χρηματοδότηση των δημοσίων επενδύσεων υπάρχει και η περίπτωση της
αύξησης των φόρων. Άλλοι δρόμοι δεν υπάρχουν.
Ποιες λοιπόν από αυτές τις δυνατότητες είναι για την Ελλάδα στη σημερινή
κατάσταση της εφικτές;
- Αποταμιεύσεις ελληνικές και διαθέσιμες δυστυχώς δεν υπάρχουν. Και όσες
υπάρχουν είναι σε μεγάλο βαθμό στο εξωτερικό ή εκτός του τραπεζικού συστήματος.
- Εξωτερικός δανεισμός λόγω της υπάρχουσας υπερχρέωσης δεν είναι δυνατός.
- Εκτύπωση χρήματος δια μέσου της ΕΚΤ για χρηματοδότηση κρατικών
ελλειμμάτων απαγορεύεται από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Η μόνη περίπτωση που απομένει είναι να μειωθεί η δημόσια και η ιδιωτική
κατανάλωση, για να αυξηθούν οι αποταμιεύσεις, αφού γίνονται συγχρόνως και οι
απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές. Αυτό ακριβώς προτείνει η Τρόικα με τα μνημόνια.
Βέβαια υπάρχει και η περίπτωση να εφαρμοσθεί αυστηρά για όλους τους έλληνες
το πόθεν έσχες και να βρεθούν ίσως αρκετά χρήματα που μέχρι τώρα φοροδιαφεύγουν.
Όσον αφορά την πυρηνική μπόμπα, που αναφέρουν μερικοί, δηλαδή την περίπτωση
απόλυτης στάσης πληρωμών (χρεοκοπίας), που έχει η Ελλάδα στα χέρια της και θα
πρέπει ενδεχομένως να τη ρίξει, αν τελικά την αναγκάσουν οι εταίροι της με τα „καταραμένα“
επώδυνα μνημόνια, είναι κατά τη γνώμη μου όνειρα θερινής νυκτός.
Η αναμενόμενη με αυτή την ελληνική „αντεπίθεση“ διάλυση της Ευρωζώνης και
έτσι τη καταστροφή του κοινού Νομίσματος (Ευρώ), κάτι που θα χτυπούσε μάλιστα
ιδιαίτερα τους „μισητούς“ Γερμανούς, θα συμβούλευα αυτού του είδους οι
παλικαρισμοί, που δεν είναι τίποτε άλλο από στρουθοκαμηλισμοί θα πρέπει να
λείψουν, διότι αγνοούν την πραγματικότητα. Και αυτό το λέγω, διότι δυστυχώς,
είτε μας αρέσει είτε όχι, οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι - και με τους Γερμανούς - θα
τα καταφέρουν, ίσως μάλιστα και πολύ καλύτερα και λιγότερο επώδυνα γι‘ αυτούς,
και χωρίς εμάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου