Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

Αυτά έγραφα στις 05. 08. 2012

                                                                                       
Mία ακόμη, ίσως η πιο σημαντική, αλήθεια για την Ελλάδα, είναι πράγματι έκπληξη;

Η Ελλάδα, Χώρα της Ευρωζώνης, με ένα ονομαστικό Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) στο τέλος του 2011 της τάξης των 215 δις €, το οποίο παρήγαγαν περίπου 4 εκατομμύρια απασχολούμενοι, και με ένα δημόσιο χρέος (2011) των 370 δις € (172% του ΑΕΠ), αξιολογείται από τις χρηματαγορές ως μία ήδη χρεοκοπημένη Χώρα.
Η Γερμανία επίσης Χώρα της Ευρωζώνης με ένα ονομαστικό ΑΕΠ της τάξης των 2,57 τρις €, το οποίο παρήγαγαν 41,6 εκατομμύρια απασχολούμενοι και με ένα δημόσιο χρέος της τάξης των 2,1 τρις € (82% του ΑΕΠ) αξιολογείται από τις χρηματαγορές ως η πιο ασφαλής Χώρα του κόσμου, για να αποταμιεύσει κανείς σε γερμανικά ομόλογα τα χρήματά του.
Αν συγκρίνεις τις δύο Οικονομίες (γερμανική και ελληνική) με βάση τα ΑΕΠ και τον αριθμό των απασχολούμενων τους θα διαπιστώσεις μία τεράστια έκπληξη, που φαίνεται να διαψεύδει παταγωδώς το μύθο περί χαμηλής παραγωγικότητας (μη ανταγωνιστικότητας) της ελληνικής Οικονομίας.
Με βάση τα στοιχεία ΑΕΠ/απασχολούμενοι ο μεν μέσος απασχολούμενος στην γερμανική Οικονομία αποδίδει (παράγει) ετησίως 61.779 € (2,57 τρις € / 41,6 εκατ.), ο δε μέσος απασχολούμενος στην ελληνική Οικονομία 53.750 € (215 δις € / 4,0 εκατ.).
Δηλαδή ο μέσος απασχολούμενος στην ελληνική Οικονομία παράγει σήμερα περισσότερο από 87% της μέσης ετήσιας παραγωγής κατά απασχολούμενου στην γερμανική Οικονομία. Με αυτά τα δεδομένα αυτό σημαίνει, ότι αν ο μέσος απασχολούμενος στη γερμανική Οικονομία έχει π.χ. ένα μηνιαίο μικτό εισόδημα γύρω στα 3.000 €, ο μέσος απασχολούμενος στην ελληνική Οικονομία θα έπρεπε να είχε 2.610 €, δηλαδή 87% του μέσου γερμανικού μισθού. Έτσι με βάση το εργατικό κόστος θα είχαν και οι δύο Οικονομίες την ίδια ανταγωνιστικότητα, διότι οι εργαζόμενοι θα αμείβονταν ανάλογα με την παραγωγικότητά τους ή ανάλογα με το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Στην πραγματικότητα όμως το μέσο εργατικό κόστος της Ελλάδος είναι 47% του μέσου εργατικού κόστους της Γερμανίας, δηλαδή με βάση το αναφερόμενο παράδειγμα 1.410 € αντί 2.610 € μηνιαίως που θα έπρεπε να είναι σήμερα με βάση το ελληνικό ΑΕΠ. Αυτό το αποτέλεσμα είναι και μία ένδειξη του μονοπωλιακού καθεστώτος, που πρέπει να ισχύει στην Ελλάδα στον εργασιακό τομέα. Το χαμηλό αυτό μέσο επίπεδο των μισθών στην Ελλάδα θα έπρεπε μάλιστα να δίνει τη δυνατότητα στην ελληνική Οικονομία να είναι ακόμη ανταγωνιστικότερη της Γερμανικής. 
Και κάτι άλλο ακόμη πιο εκπληκτικό. Αν αφαιρέσουμε και από τις δύο Χώρες τους λιγότερο παραγωγικά απασχολούμενους στο δημόσιο τομέα, στη μεν Γερμανία 4,6 εκατομμύρια στη δε Ελλάδα 1,0 εκατομμύριο, τότε διαπιστώνουμε μία ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη. Ο μέσος απασχολούμενος στον ιδιωτικό τομέα της Ελλάδος παράγει ετησίως 71.667 € (215 δις € / 3,0 εκατ.), δηλαδή περισσότερα από ότι παράγει ο μέσος απασχολούμενος στη γερμανική Οικονομία που είναι 69.460 € (2,57 δις € / 37,0 εκατ.).
 Άρα βγαίνει το πρώτο εκπληκτικό συμπέρασμα ότι η ελληνική ιδιωτική Οικονομία είναι παραγωγικότερη (ανταγωνιστικότερη) της αντίστοιχης γερμανικής ιδιωτικής Οικονομίας!!.
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι ο μέσος απασχολούμενος στον ιδιωτικό τομέα στην Ελλάδα παράγει 17.917 € περισσότερα από ότι ο μέσος απασχολούμενος στον δημόσιο τομέα (71.667- 53.750 = 17.917). Η διαφορά αυτή στη γερμανική Οικονομία είναι μόνον 7.681 € (69.460 – 61.779), γεγονός που σημαίνει ότι ο γερμανικός δημόσιος τομέας είναι 2,4 φορές παραγωγικότερος του ελληνικού δημόσιου τομέα. Βέβαια αυτό είναι και αποτέλεσμα του ότι περίπου το 25% των απασχολούμενων στην ελληνική Οικονομία εργάζονται στον δημόσιο τομέα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στη γερμανική Οικονομία είναι μόνο 11%.
Αυτή η πραγματικότητα οδηγεί και στο εξής τρίτο πολύ σημαντικό συμπέρασμα: αν και στο ελληνικό δημόσιο απασχολούντο μόνον 11%, δηλαδή μόνο 440 χιλιάδες (αντί 1 εκατομμύριο περίπου σήμερα) και οι υπόλοιπες 560 χιλιάδες στον ιδιωτικό τομέα, τότε το εθνικό ακαθάριστο προϊόν της Ελλάδος θα ανήρχετο από τα 215 στα 310 δις € (77.500 € κατά μέσο απασχολούμενο!!), υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι το σύνολο των απασχολουμένων στην ελληνική Οικονομία θα παρέμενε στα 4 εκατομμύρια.
Με άλλα λόγια - και αυτό σαν τέταρτο συμπέρασμα - η μεγάλη μέχρι σήμερα παρασιτική (κρατικοδίαιτη) απασχόληση στο δημόσιο τομέα κοστίζει στην ελληνική Οικονομία και στους έλληνες 95 δις € ετησίως.
Δυστυχώς οι εκπλήξεις δεν τελειώνουν εδώ. Και αυτό διότι το ισχύον κρατικοδίαιτο ελληνικό κοινωνικοοικονομικό καθεστώς, το οποίο συνοδεύεται και από ένα μεγάλο ποσοστό διαφθοράς και διαπλοκής, έχει στραγγαλίσει τη δυναμική της ελληνικής Οικονομίας και την έχει περιορίσει στα σημερινά επίπεδα συρρίκνωσης. Αυτό φαίνεται πολύ καθαρά και από τη σύγκριση των ποσοστών των απασχολουμένων στη Γερμανία και στην Ελλάδα  σε σχέση με τους πληθυσμούς τους. Στη μεν Γερμανία απασχολούνται από τα 82 εκατομμύρια πληθυσμό τα 41,6 εκατομμύρια (50,73%), στη δε Ελλάδα από τα 11 εκατομμύρια μόνο τα 4 εκατομμύρια άτομα (36,36%).
Αν απασχολούνταν και στην Ελλάδα το 50% του πληθυσμού της, δηλαδή περίπου 5,5 εκατομμύρια άτομα, κάτι που θα ήταν δυνατόν αν η Οικονομία απελευθερωνόταν από τα δεσμά του διεφθαρμένου κράτους, τότε θα είχαμε στην Ελλάδα μία υγιή απασχόληση στο δημόσιο τομέα γύρω στις 600 χιλιάδες και 4,9 εκατομμύρια στον ιδιωτικό τομέα.    
Αν αυτές οι σκέψεις και οι υπολογισμοί είναι σωστοί, γιατί τότε να υπάρχει αυτή η αντιφατικότητα της ελληνικής Οικονομίας; Γιατί η ελληνική Οικονομία δεν θεωρείται (δεν είναι) περισσότερο ανταγωνιστική και εξωστρεφής και γιατί ο ελληνικός δημόσιος τομέας βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας; Τι είναι αυτό που οδήγησε μία προφανώς παραγωγική και πλούσια ιδιωτική Οικονομία στην πραγματικότητα σε σχετικά χαμηλούς μισθούς, σε χαμηλή ανταγωνιστικότητα και στη σημερινή τεράστια οικονομική κρίση;
Μερικές απαντήσεις: Μία πρώτη και σχετικά εύκολη απάντηση, όσον αφορά τα ελλείμματα και το χρέος του δημόσιου τομέα, είναι, η ανικανότητα ή/και απροθυμία της δημόσιας διοίκησης (Εκτελεστικής Εξουσίας) να εισπράξει φόρους στο μέσο όρο της ΕΕ (40,3% του ΑΕΠ, 2011). Το ελληνικό Κράτος εισπράττει ακόμη και σήμερα γύρω στο 33% και δαπανά πάνω από 48% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι νομίμως ή παρανόμως το ελληνικό κράτος, δηλαδή οι ελληνικές Κυβερνήσεις, απαλλάσσουν από φόρους ή και δαπανούν ασκόπως για την εκπλήρωση των πελατειακών τους σχέσεων, δεκάδες δισεκατομμύρια € ετησίως. Αυτά αρχίζουν να φαίνονται αμυδρώς από τις καθημερινές αποκαλύψεις των χιλιάδων δήθεν τυφλών, αναπήρων και πρόωρων συνταξιούχων, μισθώσεων κτηρίων, συντεχνιών και χιλιάδων υπαρκτών και ανύπαρκτων κρατικών συμβούλων κ.τ.λ. Η μεγάλη διαφορά μεταξύ εσόδων και δαπανών (εξαιτίας της σπατάλης) καλύπτονταν με εξωτερικά δάνεια. Τα δάνεια αυτά και το κόστος τους (οι τόκοι) αύξαναν γοργά από το 1981 και μετά το δημόσιο χρέος. Μετά μάλιστα από την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωζώνη (2001), οι δανειστές έτρεφαν την αυταπάτη, ότι το μεν ισχυρό Νόμισμα (€) προστάτευε τα δάνεια τους από τον πληθωρισμό, η δε συμμετοχή της Ελλάδος στην Ευρωζώνη τους έδινε τη σιγουριά της μη χρεοκοπίας της Ελλάδος. Έτσι συνέχιζαν με πολύ ικανοποιητικά γι αυτούς επιτόκια (μέσο επιτόκιο ελληνικών ομολόγων μέχρι το 2010 περίπου 4,5-5%) το δανεισμό της Ελλάδας. Έτσι έφτασε η Χώρα να πληρώνει ετησίως, π.χ. από το 1992 μέχρι το 2011, ένα μέσο τοκοχρεολύσιο της τάξης των 25,4 δις €. Το σύνολο από το 1992 μέχρι το τέλος του 2011 ήταν 508 δις €. Από αυτά 195 δις € ήσαν τόκοι, δηλαδή 9,75 δις € ετησίως. Αυτή η εξέλιξη οδήγησε στην εκτίναξη του δημόσιου χρέους πάνω από 370 δις € στο τέλος του 2011 με μία ετήσια επιβάρυνση σε τοκοχρεολύσια γύρω στα 40 δις € (βλέπε κρατικό προϋπολογισμό 2012, πίνακας 4.7, σελ. 115).   
Μετά το κούρεμα (την έκπτωση) των 105 δις € (PSI) στις αρχές του 2012, έπεσε το ελληνικό δημόσιο χρέος στα 265 δις € ή στα 126% του ΑΕΠ, δηλαδή στο επίπεδο περίπου που ήταν το 2008. Σήμερα στα μέσα του 2012 φτάσαμε και πάλι στα 303 δις. € χρέος.
Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, δεν εμφανίζεται δυστυχώς ένας πλειοψηφικός πολιτικός φορέας, ο οποίος θα θέσει ως βασικούς στόχους αλλαγές και τη ρήξη με το παρελθόν. Ένας πολιτικός φορέας που θα έκφραζε π.χ. το ένα εκατομμύριο ανέργων, και θα τους έδινε τις δυνατότητες να βρουν το μέλλον τους όχι στο μεγάλο και διεφθαρμένο κράτος ή στα επιδόματα ανεργίας αλλά σε μια υγιή και παραγωγική οικονομία.
 Ένας πολιτικός φορέας που θα δημιουργούσε ελπίδα και θα έπαιρνε το φόβο από την πλειονότητα των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, οι οποίοι αγωνιούν για την επιβίωσή τους.
 Ένας πολιτικός φορέας που θα χρησιμοποιούσε και θα αξιοποιούσε τους αναγκαίους, άξιους και ευσυνείδητους δημόσιους υπαλλήλους και θα δημιουργούσε τις απαραίτητες υποδομές για να οδηγηθούν οι ελεύθεροι επαγγελματίες, επιχειρηματίες και αγρότες σε παραγωγικούς και εξωστρεφείς προσανατολισμούς.
 Ένας πολιτικός φορέας που θα καταργούσε τον κρατισμό, τις παρασιτικές συντεχνίες και τους άκρως συμφεροντολόγους επαγγελματίες πολιτικούς.
 Ένας πολιτικός φορέας που θα έκανε την Ελλάδα ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, αξιοπρεπές, αξιοκρατικό και παραγωγικό και θα του έδινε τη δυνατότητα να αποκτήσει ξανά τη θέση που του αξίζει στη διεθνή κοινότητα.
 Ένας πολιτικός φορέας που θα έπαιρνε στα σοβαρά το περιβόητο μνημόνιο, που δεν είναι τίποτε περισσότερο αλλά και τίποτε λιγότερο από ένα σχέδιο βραχυπρόθεσμης, μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης οικονομικής πολιτικής, που στοχεύει στην δημοσιονομική εξυγίανση της ελληνικής οικονομίας και πολύ περισσότερο σε μία ριζική διαρθρωτική αλλαγή των μέχρι τώρα σαθρών θεσμών και δομών της ελληνικής πολιτείας.
Βέβαια γνωρίζω ότι με αυτά που γράφω και συνεχώς παρουσιάζω μπορεί να θεωρηθώ ονειροπόλος και ένας νέος Δον Κιχώτης που τα βάζει με τους ανεμόμυλους θεωρώντας ότι είναι δράκοι. Επειδή όμως πιστεύω ότι δεν είναι ανεμόμυλοι αλλά πράγματι δράκοι θα εξακολουθώ να πολεμώ αισιοδοξώντας ότι τελικά μπορεί να υπερισχύσει η κοινή λογική και το κοινωνικό συμφέρον. 
                                                                                           

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014

Χριστουγεννιάτικο Μήνυμα.
Υπάρχει μία ενδεχόμενη ελπίδα σωτηρίας για την Ελλάδα;


Η Ελλάδα μπορεί να γίνει και πάλι χώρα πλούσια και ισχυρή, αν κατορθώσει στο εγγύς μέλλον να αναδειχθεί περιφερειακό κέντρο εμπορίου και παραγωγής προϊόντων, υπηρεσιών, και ιδεών.
Σήμερα, στη μεγαλύτερη κρίση των τελευταίων 30 ετών, η Ελλάδα με ένα Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) της τάξης των 190 δις €, δηλαδή περίπου 50.000 € κατά μέσο εργαζόμενο, θα ήταν πλούσια και ισχυρή, αν δεν υπήρχε το σπάταλο, το διεφθαρμένο και το μεστό από διαπλοκή κράτος, που λειτουργεί σαν τροχοπέδη και κάνει την ελληνική οικονομία στο σύνολό της αντιπαραγωγική και μη ανταγωνιστική.
Η αρνητική αυτή πραγματικότητα σηματοδοτεί όμως συγχρόνως και τα τεράστια περιθώρια βελτίωσης που υπάρχουν. Αν μειωθεί δηλαδή το μέγεθος του δημοσίου τομέα, γεγονός που θα τον έκανε αποτελεσματικό (παραγωγικό), και περιοριστεί σημαντικά η σπατάλη, η διαφθορά και η διαπλοκή, τότε θα απελευθερώνονταν εκείνες οι ιδιωτικές αλλά και δημόσιες επιχειρηματικές και καινοτομικές δυνάμεις που θα οδηγήσουν την ελληνική οικονομία σε μία δυναμική απογείωση της οικονομικής ανάπτυξης.  Έτσι θα ήταν η Ελλάδα σε θέση να αξιοποιήσει δυναμικά και καινοτομικά όλα τα απόλυτα και συγκριτικά της πλεονεκτήματα.

Ιδού μερικά από αυτά;

Πρώτον, θα αξιοποιούσε τις φυσικές της καλλονές και το κλίμα της για την περαιτέρω ανάπτυξη του τουρισμού, της γεωργίας και της βιομηχανικής επεξεργασίας των πρώτων υλών και προϊόντων της καθώς και τις σημαντικές νέες πηγές ενέργειας.
Δεύτερον, θα αξιοποιούσε το πλούσια υπάρχον επιστημονικό ανθρώπινο κεφάλαιο και δυναμικό, ώστε να εξελιχθεί η Ελλάδα σε ευρωπαϊκό κέντρο εκπαίδευσης, έρευνας και ανάπτυξης.
Τρίτον, θα μπορούσε να αξιοποιήσει τους πολλούς γιατρούς, οι οποίοι σε συνδυασμό με το κλίμα της Ελλάδας θα μπορούσαν να δημιουργήσουν κέντρα υψηλής ποιότητας περίθαλψης για ημεδαπούς και αλλοδαπούς ασθενείς υψηλών εισοδημάτων και όχι μόνον.
Τέταρτον, θα μπορούσε να αξιοποιήσει τα πολλά και ιστορικά τεκμηριωμένα πλεονεκτήματά της για να παρέχει υψηλής ποιότητας ναυπηγική εκπαίδευση και διαχείριση.

Τα γραφόμενα δείχνουν ότι υπάρχει μία ενδεχόμενη ελπίδα σωτηρίας για την Ελλάδα. Βέβαια υπό την προϋπόθεση ότι προηγουμένως οι Έλληνες θα θελήσουν  - και με την ενεργό συνδρομή όλων εκείνων των Ευρωπαίων εταίρων που ενδιαφέρονται πράγματι για τη διάσωση της Ελλάδας - να απαλλαγούν από τους διεφθαρμένους πολιτικούς τους  και από τα συστήματα των πελατειακών σχέσεων και του νεποτισμού που στις τελευταίες δεκαετίες έχουν δημιουργήσει.
Αυτοί ακριβώς οι πολιτικοί ως κυβερνώντες και ως αντιπολιτευόμενοι, δεν ήταν και είναι μόνον οι κύριοι υπεύθυνοι για την παρούσα κρίση στην Ελλάδα, αλλά εξακολουθούν να είναι – αφού οι ίδιοι κυριαρχούν ακόμη - και η τροχοπέδη για μία ανάπτυξη του τύπου που περιγράψαμε.

Καλά Χριστούγεννα  και χρόνια πολλά

Τα „καταραμένα“ μνημόνιa:


Χωρίς να θέλω να υποτιμήσω τις οικονομικές γνώσεις πολλών συναδέλφων καθηγητών οικονομολόγων, των  Ελλήνων πολιτικών σχεδόν στο σύνολό τους, αρκετών ειδικών δημοσιογράφων και άλλων πολλών επωνύμων και ανωνύμων, όταν λέγω, ότι δεν τους καταλαβαίνω στις αρνητικές θέσεις που παίρνουν σχετικά με τη σημασία και τους σκοπούς των μνημονίων στην Ελλάδα.
Στην αρχή θέλω να διευκρινίσω και να τονίσω, ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι η αναγκαιότητα των μνημονίων προέκυψε από το γεγονός, ότι όλες οι ελληνικές Κυβερνήσεις από το 1975 μέχρι σήμερα ανέβασαν - εξ ‘ αιτίας των συνεχών ελλειμμάτων στους κρατικούς προϋπολογισμούς  - το δημόσιο χρέος από περίπου 12% του ΑΕΠ το 1981 στο 160% το 2010.
Γι ‘ αυτό από το 2010, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις αδυνατούν να δανειστούν πλέον με λογικά και υποφερτά επιτόκια από τις διεθνείς αγορές για τη χρηματοδότηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και για την αναχρηματοδότηση του χρέους. 
Αυτή η ενδογενή αρνητική για την Ελλάδα και για τους Έλληνες γενικότερα εξέλιξη ανάγκασε την τότε Κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου – ομολογουμένως απρογραμμάτιστα και βεβιασμένα - να προσφύγει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και στην Ευρωζώνη και να ζητήσει οικονομική βοήθεια με επιτόκιο όμως πολύ χαμηλότερο από αυτό των διεθνών αγορών.
Αυτοί λοιπόν οι αποκλειστικά πλέον δημόσιοι δανειστές, η λεγόμενη Τρόικα, προσφέρθηκαν μεν να βοηθήσουν, αλλά επέβαλαν τους όρους τους και τις απαιτήσεις τους, επιδιώκοντας να εξασφαλίσουν τα δάνειά τους, με τα λεγόμενα μνημόνια.     
Τα περιβόητα αυτά για πολλούς „καταραμένα“ μνημόνια δεν είναι τίποτε περισσότερο, αλλά και τίποτε λιγότερο, από κοινωνικοοικονομικά σχέδια (προγράμματα) βραχυπρόθεσμης, μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης μακροοικονομικής πολιτικής, που στοχεύει πρώτον στη δημοσιονομική προσαρμογή και εξυγίανση της ελληνικής οικονομίας και δεύτερον πολύ περισσότερο σε μία ριζική διαρθρωτική αλλαγή των μέχρι τώρα σαθρών θεσμών και δομών της ελληνικής δημόσιας διοίκησης και της ελληνικής πολιτείας γενικότερα.
Αυτή η πράγματι επώδυνη πολιτική είχε και έχει σαν απώτερο σκοπό της όχι μόνον την αναθέρμανση, αλλά και με την απαιτούμενη διαρθρωτική πολιτική την στύλωση και εδραίωση της ελληνικής οικονομίας σε μακροπρόθεσμες υγιείς αναπτυξιακές οικονομικές βάσεις.
Οι εκπονειτές και συγγραφείς βέβαια των οικονομικών αυτών σχεδίων (δηλαδή η Τρόικα, οι δανειστές), - που αντί αυτών θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι Έλληνες ειδικοί εμπειρογνώμονες των ελληνικών κυβερνήσεων - δεν είναι όπως ήδη ανάφερα ανιδιοτελείς για αυτή την προσφορά τους, αλλά αναμένουν από την υλοποίηση των σχεδίων (μνημονίων) αυτών, η Ελλάδα (η ελληνική Οικονομία) να είναι στο απώτερο μέλλον οικονομικά ικανή να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις, δηλαδή στην εξυπηρέτηση του χρέους της πληρώνοντας τα συμφωνηθέντα τοκοχρεολύσια.
Άρα από μία συνεπή και επιτυχημένη υλοποίηση των μνημονίων, ελπίζεται και αναμένεται να ωφεληθούν μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα και οι δύο πλευρές.
Η Ελλάδα, διότι θα αποκτήσει βαθμιαία υγιή οικονομική ανάπτυξη με παραγωγικές θέσεις εργασίας, με ανταγωνιστικότητα και με πρωτογενή πλεονάσματα στους εθνικούς προϋπολογισμούς της.
Και η Τρόικα, δηλαδή οι δανειστές, διότι η Ελλάδα θα μπορεί να ανταποκρίνεται στις πληρωμές των συμφωνηθέντων τοκοχρεολυσίων.
Και εδώ υπονοούν σχεδόν όλοι οι αντιπολιτευόμενοι την πολιτική των μνημονίων, ότι για να υλοποιηθούν οι στόχοι αυτοί, οι οποίοι λίγο ή πολύ θεωρούνται από όλους αναγκαίοι, υπάρχουν, όπως ισχυρίζονται αποτελεσματικότεροι και λιγότερο για τους Έλληνες επώδυνοι οικονομικοκοινωνικοί δρόμοι σε αντίθεση με αυτούς που εφαρμόζονται βάσει των μνημονίων.
Δεν νομίζω ότι θα είχαν οι δανειστές (η Τρόικα) κάποια αντίρρηση, αν αυτό ήταν πράγματι εφικτό, δηλαδή η Ελλάδα είχε και μπορούσε να εφαρμόσει κάποια άλλη λιγότερο επώδυνη μακροοικονομική πολιτική. Θα ήθελα να υπενθυμίσω και να τονίσω, ότι η οικονομική ανάπτυξη σε μία οικονομία πραγματοποιείται με επενδύσεις που αυξάνουν την απασχόληση, την παραγωγή, την κατανάλωση και την εξαγωγή εγχώριων προϊόντων. Η χρηματοδότηση των επενδύσεων μπορεί να γίνει ποικιλοτρόπως, ανάλογα με τις περιστάσεις και τις οικονομικές δυνατότητες της κάθε Χώρας.
Ένας τρόπος, και αν θέλετε ο οικονομικά κλασσικός, είναι, αν η χρηματοδότηση γίνει από τρέχουσες ή και από υπάρχουσες αποταμιεύσεις. Αν αυτές όμως δεν υπάρχουν ή δεν είναι επαρκείς, τότε αυτό μπορεί να γίνει δια μέσου του εξωτερικού δανεισμού, ή δια μέσου εκτυπώσεως χρήματος από την Κεντρική Τράπεζα, ή τέλος αποταμιεύοντας περισσότερο στο παρών και μειώνοντας έτσι την τρέχουσα κατανάλωση.
Για δε τη χρηματοδότηση των δημοσίων επενδύσεων υπάρχει και η περίπτωση της αύξησης των φόρων. Άλλοι δρόμοι δεν υπάρχουν.
Ποιες λοιπόν από αυτές τις δυνατότητες είναι για την Ελλάδα στη σημερινή κατάσταση της εφικτές;
- Αποταμιεύσεις ελληνικές και διαθέσιμες δυστυχώς δεν υπάρχουν. Και όσες υπάρχουν είναι σε μεγάλο βαθμό στο εξωτερικό ή εκτός του τραπεζικού συστήματος.
- Εξωτερικός δανεισμός λόγω της υπάρχουσας υπερχρέωσης δεν είναι δυνατός.
- Εκτύπωση χρήματος δια μέσου της ΕΚΤ για χρηματοδότηση κρατικών ελλειμμάτων απαγορεύεται από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Η μόνη περίπτωση που απομένει είναι να μειωθεί η δημόσια και η ιδιωτική κατανάλωση, για να αυξηθούν οι αποταμιεύσεις, αφού γίνονται συγχρόνως και οι απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές. Αυτό ακριβώς προτείνει η Τρόικα με τα μνημόνια.
Βέβαια υπάρχει και η περίπτωση να εφαρμοσθεί αυστηρά για όλους τους έλληνες το πόθεν έσχες και να βρεθούν ίσως αρκετά χρήματα που μέχρι τώρα φοροδιαφεύγουν.
Όσον αφορά την πυρηνική μπόμπα, που αναφέρουν μερικοί, δηλαδή την περίπτωση απόλυτης στάσης πληρωμών (χρεοκοπίας), που έχει η Ελλάδα στα χέρια της και θα πρέπει ενδεχομένως να τη ρίξει, αν τελικά την αναγκάσουν οι εταίροι της με τα „καταραμένα“ επώδυνα μνημόνια, είναι κατά τη γνώμη μου όνειρα θερινής νυκτός.
Η αναμενόμενη με αυτή την ελληνική „αντεπίθεση“ διάλυση της Ευρωζώνης και έτσι τη καταστροφή του κοινού Νομίσματος (Ευρώ), κάτι που θα χτυπούσε μάλιστα ιδιαίτερα τους „μισητούς“ Γερμανούς, θα συμβούλευα αυτού του είδους οι παλικαρισμοί, που δεν είναι τίποτε άλλο από στρουθοκαμηλισμοί θα πρέπει να λείψουν, διότι αγνοούν την πραγματικότητα. Και αυτό το λέγω, διότι δυστυχώς, είτε μας αρέσει είτε όχι, οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι - και με τους Γερμανούς - θα τα καταφέρουν, ίσως μάλιστα και πολύ καλύτερα και λιγότερο επώδυνα γι‘ αυτούς, και χωρίς εμάς.